Ενδιαφέρον Γιε μου, πάρε με σπίτι, πάρε με, γιε μου. Θα κουλουριαστώ κάπου στην γωνία, θα βάλω τη μαντήλα στο στόμα, για να μην βήξω, και θα μείνω μερικές μέρες στο σπίτι μου. 09.07.2023 Βασίλη, πάρε με σπίτι για το Πάσχα, πάρε με, γιε μου. Θα κουλουριαστώ κάπου στην γωνία, θα βάλω τη μαντήλα στο στόμα, για να μην βήξω, και θα μείνω μερικές μέρες στο σπίτι μου, όπου και οι τοίχοι θεραπεύουν. Εδώ δεν αντέχω. – Εσύ, πατέρα, είσαι σαν παιδί. Είναι ζεστά, καθαρά, έχεις φαγητό, θα φέρω κάτι από το σπίτι, θα αγοράσω φάρμακα.
– Δεν θέλω να φάω, Βασίλη, δεν ήμουν σπίτι για ένα χρόνο, – ο γέρος Πέτρος προσπαθεί να κοιτάξει τον γιο του στα μάτια. – Έμεινα μόνος στο παλάτι, όλοι πήγαν σπίτι τους. – Εντάξει, εντάξει, έχουμε τέσσερις μέρες μέχρι τις γιορτές. Θα σε πάρω. Ο Βασίλης γύρισε το κεφάλι του στο παράθυρο, και ο χαρούμενος Πέτρος άρχισε να περπατάει στο παλάτι, λέγοντας στον γιο του ότι αισθανόταν ήδη πολύ καλύτερα. Μείνοντας μόνος, κοίταξε έξω από το παράθυρο. Άνοιξη… οι κλαδιά των κλαίουσων ιτιών, που κάποιος είχε φυτέψει στην αυλή του νοσοκομείου, είχαν ανθίσει και είχαν γίνει πράσινα.
Όλα ήταν τόσο ήρεμα. – Τελικά δεν παίρνουν όλοι οι συγγενείς τους για τις γιορτές, μένουν οι βαριά άρρωστοι και εκείνοι που δεν έχουν κανέναν. Η μοναξιά ξανάρχισε να πνίγει τον Πέτρο και τον πίεζε ασφυκτικά στο στήθος του.
– Πώς να αντέξω άλλες τέσσερις μέρες; Όταν πάω σπίτι, θα πάω αμέσως στο κοιμητήριο στη Μαρία. Μαρία, η καρδιά μου σκίζεται στη σκέψη ότι δεν είσαι εδώ. Τα ελαφριά σύννεφα κινούνται στον μπλε ουρανό, μερικές φορές πυκνώνουν, μετά χλωμιάζουν, και ξαφνικά χάνονται στην ατελείωτη έκταση. Λευκά καλύμματα στα κρεβάτια των νοσοκομείων, μυρωδιά φαρμάκων και σιωπή, συντρίβει και αδειάζει την ψυχή που σπαρταρά για το σπίτι της, εκεί όπου είχε εμφανιστεί το πρώτο λουλούδι.
– Θεέ μου, Θεέ μου, γύρισε με στο σπίτι, βουίζει το πεύκο κοντά στην πόρτα και από τη θλίψη μου γκριζάρει ο τάφος της Μαρίας, γύρισε με για μια μέρα-δυο, και μετά κάνε με ό,τι θέλεις, – ψιθυρίζει ο Πέτρος, πνιγμένος από τον βήχα. – Βιρούκα, θα φέρω τον πατέρα σπίτι για τις γιορτές, – ο Βασίλης παρακαλάει, κοιτάζοντας τη γυναίκα του στα μάτια, προσπαθώντας να την αγκαλιάσει. Η Βίρα σφίγγει τους ώμους της και απελευθερώνεται από την αγκαλιά του. – Ξέρεις ότι ο πατέρας σου είναι άρρωστος από φυματίωση και μπορεί να μολύνει όλη την οικογένεια. – Αλλά ο γιατρός είπε ότι δεν εκκρίνει πλέον τα βακτήρια της φυματίωσης. Άρα δεν είναι μεταδοτικός για τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν. – Πιστεύεις στους γιατρούς; Εγώ πια δεν πιστεύω σε κανέναν και σε τίποτα. Αυτοί οι γιατροί δεν καταλαβαίνουν τίποτα πια. Νομίζεις ότι οι γιατροί νοιάζονται για μας; Περισσότεροι ασθενείς, περισσότερα χρήματα.
Θες να μας καταδικάσεις σε αιώνια ασθένεια και καταστροφή; Η Βίρα σιώπησε και μέχρι το βράδυ δεν είπε ούτε λέξη στον Βασίλη, και το βράδυ έκλαιγε πολύ, λέγοντας λυπημένα ότι ο Βασίλης δεν την αγαπά. Εκείνος την πίεζε στην αγκαλιά του, την φιλούσε στο υγρό από τα δάκρυα πρόσωπό της, ζητούσε συγχώρεση και επανέλαβε ότι δεν θα συμβεί τίποτα με τον πατέρα του, αν μείνει στο νοσοκομείο για τις γιορτές. Το Σάββατο ο Πέτρος δεν απομακρύνθηκε από το παράθυρο.
Με πόνο κοίταζε το ήλιο που κινούνταν στον ουρανό, και τα φύλλα, και τα πράσινα χόρτα, και τις όμορφες νέες πελαργούς που πετούσαν ψηλά-ψηλά. – Έχει ακόμα πολύς χρόνος μέχρι το βράδυ, θα έρθεις για μένα, Βασίλη, θα έρθεις, Βασίλη. Κάπου στην εκκλησία είχαν διακοσμήσει το Επιτάφιο. Η Μαρία από την Παρασκευή μέχρι το Σάββατο καθόταν πάντα όλη τη νύχτα δίπλα στον Επιτάφιο. – Γιατί μας σταύρωσαν, Ιησού; – είπε ο Πέτρος φωναχτά. – Για τις αμαρτίες μας, όχι για τις δικές σου, γιατί εσύ ήσουν αμαρτωλός. Αμαρτωλός και πέθανες σε τέτοια βάσανα, για να σώσουμε εμάς τους αμαρτωλούς.
Συγχώρεσέ με που παραπονιέμαι, και μην με αφήσεις μόνο, μην με αφήσεις. Άκουσα τον γιατρό να λέει στον γιο μου ότι επιτρέπει να με πάρουν σπίτι για μερικές μέρες, ότι δεν είμαι πλέον μεταδοτικός. Ο ήλιος άρχισε να κλίνει προς τη δύση, στέλνοντας τις τελευταίες ακτίνες του στα νέα κλαδιά. Έφεραν δείπνο – γαλακτερή σούπα, τσάι και λίγο ψωμί. – Γιατί δεν πήραν εσένα σπίτι; – είπε μια ηλικιωμένη γυναίκα που έφερε το φαγητό, κοιτάζοντας τον άρρωστο με συμπόνια. Δεν απάντησε, γιατί η λύπη τον έπνιγε. Όταν αυτή ξαναμπήκε να πάρει τα πιάτα, είδε ότι δεν είχε αγγίξει το φαγητό. Με ένα βαθύ αναστεναγμό, πήρε τα πάντα στην κουζίνα.
Ο Πέτρος ένιωσε ξαφνικά την παρουσία της νεκρής συζύγου του, Μαρίας, στο παλάτι. Αυτή η αίσθηση ήταν τόσο έντονη, που παραλίγο να χάσει τις αισθήσεις του. Στο στήθος του κοπτόταν η ανάσα, ο κόσμος φαινόταν να κουνιέται παράξενα, και το βλέμμα του δεν μπορούσε να αποχωριστεί την κλαίουσα ιτιά που έγειρε τα όμορφα ανθισμένα κλαδιά της. Πλησίασε το κρύο μαξιλάρι με το ζεστό του μάγουλο και έμεινε έτσι όλη τη νύχτα, χωρίς να κλείσει μάτι.
Η σελήνη κοιτούσε μέσα από το μεγάλο παράθυρο, τώρα κρυμμένη πίσω από τα σύννεφα, τώρα ξεπρόβαλλε από αυτά, στέλνοντας την ψυχρή της αντανάκλαση στο αχνό, κουρασμένο πρόσωπο και στα ξηρά λαμπερά μάτια, όπου αντανακλούσε η ακατανίκητη θλίψη. Το πρωί του Πάσχα, ο Βασίλης με τη Βίρα και τον οκτάχρονο Ρομάν πήγαν στην εκκλησία.
Μετά τη Θεία Λειτουργία ήθελαν να πάνε στο νοσοκομείο, αλλά ήρθε η συγγενής της Βίρας για επίσκεψη. Όλη την ημέρα κάθονταν γύρω από ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, χαιρετώντας ο ένας τον άλλον με «Χριστός Ανέστη!». Ο Βασίλης ένιωσε μια ακατανίκητη θλίψη στο στήθος του, δεν άντεξε και βγήκε έξω. Στην εκκλησία χτυπούσαν οι καμπάνες για την εορτή, και η θλίψη μετατράπηκε σε φρικτό ψυχικό πόνο που ράγιζε την καρδιά του. Θυμήθηκε πώς κάποτε, ακριβώς το Πάσχα, δέκα χρονών παιδί, βρισκόταν μετά από εγχείρηση για σκωληκοειδίτιδα στην εντατική. Δεν άφηναν κανέναν συγγενή να τον δει, αλλά ο πατέρας του στεκόταν όλη μέρα κάτω από το παράθυρο. Του χαμογελούσε μέσα από τα δάκρυα, πλάθοντας ζώα από πλαστελίνη και τους τα έδειχνε. Ο γιατρός έδιωχνε τον πατέρα, εκείνος απομακρυνόταν και ξαναγύριζε στο παράθυρο.